Για το θέμα έχω γράψει κι άλλες φορές, αλλά είναι διαχρονικά ενδιαφέρον.
Οι παιδίατροι πάντα ακολουθούσαν και ακολουθούν θεραπείες, η
διάρκεια των οποίων είναι αυθαίρετη σε πολλές περιπτώσεις. Καθορίστηκαν κάπως
κάποτε, τέθηκαν γενικές οδηγίες (guidelines), ορισμένες
αναθεωρήθηκαν, οι περισσότερες όχι. Σήμερα όμως, στην εποχή της μεγάλης αντοχής
των μικροβίων στα αντιβιοτικά, της απουσίας νέων αντιβιοτικών, της δυνατότητας
σχεδιασμού καλύτερων μελετών, της εν εξελίξει εξατομικευμένης ιατρικής, δεν είναι
δυνατόν να ακολουθούμε πεπαλαιωμένα πρότυπα. Τα guidelines είναι γενικές οδηγίες. Ο κάθε άρρωστος
είναι συγκεκριμένη και μοναδική περίπτωση. Κάποια στιγμή πρέπει να αναθεωρηθούν
όλα και να στηριχθούν σε τεκμηριωμένες ενδείξεις που προέρχονται από την
κλινική πράξη. Η ιατρική μαθαίνεται πάνω στο κρεβάτι του αρρώστου και όχι μόνον
από τα βιβλία ή από τις οδηγίες των διαφημιστικών εντύπων.
Ο μεγάλος κλινικός γιατρός W. Osler
(1849 – 1919) έγραφε: « Ένα από τα πρώτα καθήκοντα του γιατρού είναι να εκπαιδεύσει τον κόσμο στο να
μην παίρνει φάρμακα». Αυτό αν συνδυασθεί με τον άλλο κανόνα που λέει «το σωστό
φάρμακο, στη σωστή οδό, στη σωστή δόση, για τη σωστή διάρκεια» μπορεί να
αποτελέσουν ένα καλό καθοδηγητικό μονοπάτι στην άσκηση του λειτουργήματος μας. Εκείνο
που πρέπει όμως να μας καθοδηγεί βασικά είναι η κλινική εικόνα του ασθενούς, η
συμπτωματολογία και η εμφάνιση του γενικώς (well being, ναι ή όχι) και όχι τα
εργαστηριακά ή οι κατευθυντήριες οδηγίες. Δεν μπορεί στους πάντες να δίνουμε τα
πάντα.
Αυτό σιγά-σιγά γίνεται αντιληπτό και ήδη υπάρχουν
προσπάθειες με μελέτες και παρατηρήσεις να επανακαθοριστεί η διάρκεια
αντιβίωσης σε πολλές λοιμώξεις της παιδικής ηλικίας. Μάλιστα στο πρόσφατο Infectious Diseases in Children Symposium (New York, November 23-24, 2019) ασχολήθηκαν με το θέμα και μάλιστα ένας από τους συνέδρους υποστήριξε
ότι “shorter is better but just enough is best.” Πολύ σωστό, μια και ο
παιδίατρος, αν γνωρίζει ότι η διάρκεια των 7 ημ. δεν είναι κατώτερη της
διάρκειας των 10 ημ. θα προτιμήσει τη βραχύτερη. Το ακόμη πιο σωστό είναι να
βρεθεί η απολύτως επαρκούσα διάρκεια αντιβίωσης.